σακχαροποιήσιμος

σακχαροποιήσιμος
-η, -ο, Ν
αυτός που μπορεί να μετατραπεί σε ζάχαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”